Η «Γεροντοκόρη» αρμενίζει σε θάλασσες φουρτουνιασμένες, θάλασσες σκοτεινές γεμάτες κίνδυνο και ρίσκο. Το πλήρωμά της, ένα τσούρμο ναύτες που ακροβατούν ανάμεσα σε δυο κόσμους. Έμποροι όπλων, λαθρέμποροι, αδίστακτες συμμορίες από την μία και η θάλασσα από την άλλη που ζητάει κι αυτή το μερτικό της από το «κοντραμπάντο». Το γέρικο σκαρί που τους ταξιδεύει, υποφέρει μαζί τους, κλαίει και πονάει με τις πληγές τους, τις έννοιες τους και τα βάσανά τους.
Μια ναυτική περιπέτεια που άλλοι έζησαν κι άλλοι θα ’θελαν να ζήσουν. Ποιος να ξέρει τι είναι το καλύτερο;
Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν κερδισμένοι.
Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα μεταξύ Ηπείρου και Κέρκυρας. Ανδρώθηκα στην Αθήνα και κατόπιν σήκωσα πανιά για το ταξίδι της ζωής. Ήπια κρασί με τον Διόνυσο, ταξίδεψα με τον Πυθέα στην Θούλη, πολέμησα με το Μεγαλέξαντρο στα Γαυγάμηλα, μέτρησα την περίμετρο της γης με τον Ερατοσθένη, έγινα βοηθός βιβλιοθηκάριου της Υπατίας στην βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, μετά κρύφτηκα για να έχω την ευκαιρία ν’ ακούσω τον Γαλιλαίο να λέει «κι όμως κινείται», μαθήτευσα με τον Μάρξ, πέταξα με τον Ροβήρο τον Κατακτητή, έκανα σκανταλιές με τον Χωκ Φιν, χόρεψα με την κιθάρα του Τζίμυ Χέντρικς και είδα τον Θεοδωράκη να διευθύνει την ορχήστρα με πρώτο μπουζούκι τον Βαμβακάρη. Είμαι 3000 ετών και βάλε.